Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Η εκλογική γεωγραφία και οι νέες δημοσκοπικές τάσεις ενόψει των Ευρωεκλογών του Μαϊου 2014

Αναλύει ο Δρ. Δαρεμάς Γιώργος, διδάκτωρ κοινωνικών και πολιτικών επιστημών Πανεπιστημίου Sussex, UK, μέλος του Δικτύου Πολιτών Ηρακλείου.

Στο παρόν ενημερωτικό σημείωμα θα παρουσιάσω εν συντομία τον πολιτικό χάρτη του υφιστάμενου Ευρωκοινοβουλίου καθώς και μια σειρά νέων δημοσκοπικών τάσεων που έχουν εμφανισθεί στη πολιτική και κομματική Ευρωπαϊκή σκηνή προοιωνίζοντας μια δραματική αλλαγή του υφιστάμενου συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων, ενδυναμώνοντας την εκλογική απήχηση των Ευρωπαϊκών αριστερών δυνάμεων αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύοντας την ενίσχυση ενός ευρέος Ευρω-σκεπτικιστικού ρεύματος και την αύξηση της εκλογικής εμβέλειας των εθνικιστικών κομμάτων και της ακροδεξιάς.
Η παρούσα ευρωβουλή χωρίζεται σε ένα αριθμό «πολιτικών ομάδων» που δεν αποτελούν συνασπισμούς κομμάτων, με την έννοια ότι δεν διαθέτουν οργανικές κομματικές σχέσεις μεταξύ τους, αλλά διαμοιράζονται μια κοινή ιδεολογική πλατφόρμα, συνιστούν δηλαδή διακριτά ιδεολογικά μπλοκ. Κάθε κόμμα σε όλα τα 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιτυγχάνει την εκλογή αντιπροσώπου/ων στο Ευρωκοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να επιλέξει την «πολιτική ομάδα» στην οποία θα ανήκει βάσει της ιδεολογικής συγγένειας που έχει με τις αντίστοιχες «πολιτικές ομάδες» ή και να μεταγραφεί σε άλλη «πολιτική ομάδα» από αυτήν που συμμετείχε σε προηγούμενες Ευρωβουλές ή ακόμα και να ‘ανεξαρτοποιηθεί’ αν τυχόν δεν καλύπτεται πολιτικο-ιδεολογικά από τις υφιστάμενες πλατφόρμες. Τέλος, μια πλειάδα κομματικών σχηματισμών μπορεί να σχηματίσει τη δική της «πολιτική ομάδα» αρκεί να πληρούνται συνδυαστικά οι δύο νομικοί κανόνες που συνιστούν το κατώφλι σχηματισμού «πολιτικής ομάδας», δηλαδή η νεοσχηματιζόμενη πολιτική ομάδα να διαθέτει τουλάχιστον 25 ευρωβουλευτές εκλεγμένους/ες σε τουλάχιστον επτά (7) διαφορετικές χώρες μέλη της ΕΕ. Η συγκρότηση διακριτής «πολιτικής ομάδας» παρέχει θεσμικά οφέλη νομοθετικής παρέμβασης, περισσότερα και ισχυρότερα από αυτά που θα διέθεταν τα μεμονωμένα κόμματα (και ανεξάρτητα από τον αριθμό των βουλευτών τους) άνευ σύστασης της δικής τους «πολιτικής ομάδας». Η ρήτρα συγκρότησης «πολιτικής ομάδας» αποκτά ιδιάζουσα πολιτική βαρύτητα στη παρούσα συγκυρία καθότι, όπως θα δούμε παρακάτω, έχει εμφανισθεί το ρεαλιστικό ενδεχόμενο μια ‘κρυπτο-φασιστική’ ακροδεξιά να καταφέρει σε αυτές τις εκλογές να σχηματίσει τη δική της «πολιτική ομάδα» και από εξωκοινοβουλευτικά γκρουπούσκουλα διεσπαρμένα σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες να καταφέρει να ενδυθεί τον μανδύα πολιτικής νομιμοποίησης που επιφέρει η εκλογική ομαδοποίηση των ευρωβουλευτικών αντιπροσωπεύσεων.
Η κατανομή της εκλογικής δύναμης των «πολιτικών ομάδων» στην υφιστάμενη Ευρωβουλή είναι η ακόλουθη. Η ισχυρότερη ομάδα είναι η κεντροδεξιά του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (EPP) με 274 έδρες και 35.8% του συνόλου. Αυτό το υψηλό ποσοστό της κεντροδεξιάς στην Ευρωβουλή συναρτάται με την μέχρι προσφάτως εκλογική επικράτηση στα εθνικά κοινοβούλια της συντηρητικής παράταξης πανευρωπαϊκά. Η προ-αγοραία, νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που εκφράζεται από τις κυβερνώσες κεντροδεξιές παρατάξεις υποδηλώνει ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί απλώς επιλογή των αρχουσών τάξεων στην Ευρώπη αλλά κατέχει την ιδεολογική ηγεμονία, διαθέτοντας πανίσχυρα λαϊκά ερείσματα και αποτελώντας κατά κάποιον τρόπο τον μόνο ‘εφικτό’ τρόπο οργάνωσης του κοινωνικού βίου που είναι αντιληπτός και κατά τα φαινόμενα, ‘επιθυμητός’ από ευρείες διαταξικές κοινωνικές κατηγορίες του πληθυσμού. Η αποδόμηση αυτού του ‘μοναδικού’ εμπορευματοποιημένου τρόπου οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων από την ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να αρκείται μόνο στη καταγγελία των συνεπειών των ακολουθούμενων πολιτικών ‘λιτότητας’ αλλά χρειάζεται αναπόδραστα μια πιο θεμελιακή σύλληψη ενός εναλλακτικού τρόπου δομικής και θεσμικής οργάνωσης της κοινωνίας ούτως ώστε να μπορέσει να υπονομεύσει την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Απέναντι σε ένα τέτοιο ολιστικό μετα-καπιταλιστικό πρότυπο ζωής η Ευρωπαϊκή αριστερά εκδηλώνει μέχρι στιγμής την αμηχανία της.
Η δεύτερη σε δύναμη «πολιτική ομάδα» είναι αυτή των Σοσιαλιστών-Δημοκρατών (S&D) που διαθέτει 194 έδρες και ποσοστό 25.3%. Αυτή η «πολιτική ομάδα» εκφράζει τον παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό χώρο, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες (και καθυστερημένα στην Ελλάδα) έχει μετακινηθεί σε δεξιότερες προγραμματικές θέσεις, συγκλίνοντας σε πολλά με τις κρατούσες νεοφιλελεύθερες θέσεις και αποδεχόμενος την πρωτοκαθεδρία της αγοράς ως του κεντρικού άξονα οργάνωσης της σύγχρονης οικονομίας, της κατανομής του κοινωνικού πλούτου και των αξιακών μορφών συγκρότησης της κοινωνικής συμβίωσης. Αναγνωρίζει την ύπαρξη ‘ατελειών’ στη λειτουργία των αγορών και για αυτό αποδέχεται την αναγκαιότητα ρυθμιστικών παρεμβάσεων εκ μέρους του κράτους, με τρόπο όμως που δεν θα αποδυναμώνει την ‘ανταγωνιστικότητα’ των εθνικών οικονομιών. Η ανακήρυξη της αξίας της «ανταγωνιστικότητας» σε υπέρτατη οργανωτική αρχή της οικονομίας και της κοινωνίας διαποτίζει εξίσου τον πολιτικό λόγο της κεντροδεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας, δείχνοντας την πορεία σύμπλευσης ή ακόμα και ταύτισης που ακολουθούν σε μια σειρά από υιοθετούμενες πολιτικές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν εξαλειφθεί οι πολιτικές διαφορές μεταξύ τους όντας αντιπαρατιθέμενες ‘πολιτικές οικογένειες’ που αντιπροσωπεύουν διακριτές συσσωματώσεις κοινωνικών κατηγοριών και στρωμάτων καθώς και αντιπροσωπεύσεις αντιτιθεμένων πλεγμάτων από συμφέροντα. Μια προγραμματική πολιτική διαφορά που αξίζει να αναφερθεί (και αφορά στο δυνητικό μέλλον της Ελλάδας) είναι ότι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα έχει υιοθετήσει πλήρως την ατζέντα Μέρκελ περί ‘δημοσιο-οικονομικού Συμφώνου’, ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και πολιτικών σκληρής λιτότητας για τις υπερχρεωμένες χώρες, ενώ οι Σοσιαλιστές-Δημοκράτες μιλούν για ‘ελαφρυμένες’ πολιτικές λιτότητας, για πρόταξη του κριτηρίου της ‘ανάπτυξης’ (κάτι αντίστοιχο με τη ‘ρήτρα ανάπτυξης’ του ΣΥΡΙΖΑ) ως απάντηση στα κρισιακά φαινόμενα και υποστηρίζουν το μέτρο έκδοσης ευρω-ομολόγων στο οποίο εναντιώνεται κάθετα η Μερκελική πολιτική.
Τρίτη κατά σειρά «πολιτική ομάδα» είναι αυτή των Φιλελευθέρων (ALDE) με 85 έδρες και 11.1% των συνολικών εδρών. Ακολουθούν οι Πράσινοι (G/EFA) με 58 έδρες και 7.6%, οι Συντηρητικοί (ECR) με 56 έδρες και 7.4%, η Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά/Βόρεια Πράσινη Αριστερά (EUL/NGL) με 35 έδρες και 4.6% του συνόλου. Στην ομάδα ΕΕΑ/ΒΠΑ ανήκει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και οι δύο ευρωβουλευτές του ΚΚΕ. Έπεται η Άκρα Δεξιά (EFD) με 31 έδρες και 4.0% και η σύνθεση του ευρωκοινοβουλίου συμπληρώνεται με 32 ευρωβουλευτές που είναι ανεξάρτητοι, δεν συμμετέχουν σε καμμιά ομάδα και το άθροισμα τους συμποσούται σε 4.2%.
Αξίζει να επισημάνουμε την εθνική προέλευση των 35 ευρωβουλευτών που απαρτίζουν την Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά/ΒΠΑ. Επειδή το κρατούν μοντέλο πολιτικής αντιπροσώπευσης στην Ευρωβουλή είναι η γεωγραφικά εδρασμένη αναλογική αντιπροσώπευση, ο αριθμός αντιπροσώπων είναι συνάρτηση του πληθυσμιακού μεγέθους κάθε κράτους-μέλους. Συνεπώς ένας σχετικά υψηλός αριθμός αντιπροσώπων της Αριστεράς σε μια χώρα σε σχέση με άλλες δεν συνεπάγεται αντίστοιχα ότι η αριστερά διαθέτει υψηλό εθνικό εκλογικό ποσοστό. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Γερμανίας που έχει οκτώ (8) αριστερούς βουλευτές σε σύνολο 99 (ως πολυπληθέστερη χώρα της Ε.Ε.) εδρών, ενώ η Ελλάδα έχει τρεις (3) από ένα εθνικό σύνολο 22, δηλαδή κατ’ αναλογία περισσότερους αριστερούς ευρωβουλευτές από ότι η Γερμανία. Το σύνολο των 35 βουλευτών της Ευρω-αριστεράς συμπληρώνεται από έναν (1) βουλευτή της Κροατίας, δύο (2) της Κύπρου, 4 της Τσεχίας, έναν (1) της Δανίας, 5 της Γαλλίας (από 74 εθνικούς αντιπροσώπους), έναν (1) της Ιρλανδίας, κανέναν από την Ιταλία (ενώ εκλέγει 73 εθνικούς αντιπροσώπους), έναν (1) της Λετονίας, δύο (2) της Ολλανδίας, 4 της Πορτογαλίας, έναν (1) της Ισπανίας (ενώ διαθέτει 54 εθνικές έδρες), έναν (1) της Σουηδίας και ο τελευταίος συμμετέχων (1) προέρχεται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το συνολικό ποσοστό της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (4.6%) βρίσκεται πολύ κοντά στα αντίστοιχα εθνικά εκλογικά ποσοστά του Συνασπισμού και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α πριν αυτός εκτοξευθεί δημοσκοπικά και εκλογικά εξαιτίας αφενός της πολιτικής αποσάθρωσης του δικομματισμού και αφετέρου της κομματικής αποσύζευξης που επέφερε η αναντιστοιχία κοινωνικών συμφερόντων με τις επιβληθείσες μνημονιακές πολιτικές υπό τον ζυγό της τρόϊκα. Επειδή η δημοσκοπική τάση δείχνει σχεδόν διπλασιασμό του συνολικού ποσοστού της Ευρωπαϊκής αριστεράς, αύξηση διόλου ευκαταφρόνητη, αξίζει να αναρωτηθούμε, και χωρίς να παραγνωρίζουμε τη συνθετότητα των εθνικών πολιτικών ιδιαιτεροτήτων κάθε χώρας, μήπως η περίπτωση της ραγδαίας ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα δεν αποτελεί απλώς εθνική ιδιαιτερότητα ως συνέπεια της βαρύτατης κρίσης που διέρχεται η χώρα μας, αλλά πιθανώς έναν προπομπό ανάλογων σεισμικών πολιτικών μετακινήσεων που υφέρπουν στον ευρύτερο γεωπολιτικό Ευρωπαϊκό χώρο;
Τρία δομικά πολιτικά χαρακτηριστικά που διέπουν εξίσου, καίτοι σε διαφορετικό βαθμό έντασης, τα τεκταινόμενα σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση αξίζει να επισημανθούν ως πιθανοί λόγοι επεξήγησης του εύλογου της υπόθεσης εργασίας μας. Ένα κοινό χαρακτηριστικό είναι η ένταση της «κρίσης αντιπροσώπευσης» που έχει οδηγήσει σε αυξανόμενη αποστροφή των ψηφοφόρων για τη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες. Η τελευταία εκλογική αναμέτρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε ιστορικό ορόσημο με το 50% του εκλογικού σώματος να απέχει της ψηφοφορίας. Στην Ελλάδα, η τελευταία εκλογική αναμέτρηση (του Ιουνίου 2012) και παρά τον έντονο πολωτικό χαρακτήρα της (που συνήθως αποτελεί αιτία κινητοποίησης των ψηφοφόρων) κατέγραψε ιστορικό ρεκόρ χαμηλής συμμετοχής, τουλάχιστον για την περίοδο της μεταπολίτευσης, κινούμενη γύρω στο 65% του εθνικού εκλογικού σώματος. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά τον κλονισμό και αποσταθεροποίηση του δικομματισμού μέχρι του σημείου κατάρρευσης του στην Ελλάδα. Καίτοι η βιαιότητα μιας τέτοιας κατάρρευσης δεν είναι ορατή στην Ε.Ε. εντούτοις το άθροισμα των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων, της Χριστιανοδημοκρατικής δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας, που πηδαλιουχούσαν την Ευρωπαϊκή πορεία διολισθαίνει αισθητά σύμφωνα με τις δημοσκοπικές ενδείξεις. Συγκεκριμένα, ενώ η κεντροδεξιά (EPP) και η κεντροαριστερά (S&D) συμπεριλαμβανομένης και της ομάδας Συμμαχία Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη (ALDE) κατέχουν ένα όχι ευκαταφρόνητο 72% στη παρούσα Ευρωβουλή, αναμένεται να υποχωρήσουν τουλάχιστον στο 65% αν όχι και χαμηλότερα αθροιστικά. Επειδή οι διαδικασίες πολιτικής ρευστοποίησης έχουν τον δικό τους αργόσυρτο πολιτικό χρόνο δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα επίτασης της εκλογικής καθόδου στις επόμενες αναμετρήσεις.
Το τρίτο κοινό χαρακτηριστικό είναι η προϊούσα διαδικασία κατακερματισμού των εκατέρωθεν εκλογικών σωμάτων με αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των μικρών κομμάτων και την αυξανόμενη εισδοχή μιας πληθώρας κομματικών σχηματισμών στις αρένες αντιπροσώπευσης. Οπωσδήποτε ο κατακερματισμός των εκλογικών σωμάτων συναρτάται με την κατίσχυση της μεταμοντέρνας κατάστασης που πολλαπλασιάζει τα ‘στυλ ζωής’ και επιτρέπει τη κατασκευή πολυάριθμων ‘ιδιόκοσμων’ και την εξ αυτού αδυναμία των ατόμων να συσσωματώνονται σε ευρύτερες ομονοούσες συλλογικότητες, αλλά η πολιτική μετάφραση του κοινωνικού κατακερματισμού οδηγεί αναπόφευκτα σε πολλαπλασιασμό των μικρών και ευέλικτων πολιτικών μορφωμάτων που συχνά εμφορούνται από μονοθεματικές προγραμματικές ατζέντες. Αυτό σημαίνει ότι καθίσταται πολιτικό επίδικο της συγκυρίας η στρατηγική ικανότητα διαμόρφωσης πολιτικών συμμαχιών και εκατέρωθεν συμβιβασμών μεταξύ πολυάριθμων κομματικών εταίρων και χωρίς επιδίωξη ηγεμόνευσης μεταξύ εταίρων στη βάση της εκάστοτε εκλογικής δύναμης. Η ενωτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ έχει εκληφθεί ως πολύ πετυχημένο πρότυπο ευρωπαϊκά όπως δήλωσε η Σπινέλλι, μια από τις πρωτεργάτριες ίδρυσης της ‘Λίστας για την Ευρώπη με τον Τσίπρα’, που ακολουθείται από το Μπλόκο στη Πορτογαλία και συζητείται ευρέως στη Γαλλική αριστερά σήμερα.
Τα νέα δημοσκοπικά ευρήματα για τις επικείμενες Ευρωεκλογές  
Η ανάλυση των δημοσκοπήσεων από όλες της χώρες της Ε.Ε αποτελεί ένα επίπονο και πολυδάπανο έργο. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο ερευνητικά κέντρα στην Ευρώπη που συλλέγουν και διεξάγουν δευτερογενή ανάλυση των επιμέρους δημοσκοπήσεων. Τα κέντρα αυτά είναι το Electionista και το PollWatch που εδράζεται στο πανεπιστήμιο London School of Economics της Αγγλίας. Θα στηριχθώ στα ευρήματα που παρουσίασε το PollWatch2014 προσφάτως. (Ορισμένα συνοπτικά στοιχεία δημοσιεύονται στο άρθρο του Χρήστου Σίμου στη Κυριακάτικη Αυγή, 9/3/2014, σ. 13). Η μεθοδολογία που ακολουθείται (χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες) αφορά καταρχάς την εξαγωγή μέσων όρων από όλες τις δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται σε κάθε χώρα και μετά την αναγωγή τους στον αντίστοιχο αριθμό εδρών στο Ευρωκοινοβούλιο. Η αναγωγή γίνεται γιατί είναι λίγες οι δημοσκοπήσεις που καταγράφουν απευθείας τι θα ψηφίσουν οι πολίτες στις Ευρωεκλογές. Οι περισσότερες εστιάζουν στην ψήφο στις εθνικές εκλογές οπότε μόνο από εκεί μπορεί να συλλεχθεί η ψηφολογική δύναμη των κομμάτων και να αντιστοιχηθεί στο τι θα πάρουν στις Ευρωεκλογές. Το ερευνητικό κέντρο έχει επινοήσει ένα στατιστικό μοντέλο ώστε να ζυγοσταθμίζει διαφορές που προκύπτουν από τις διαφορετικές πηγές συλλογής των στοιχείων. Αν π.χ. υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία από εθνικές εκλογές χρησιμοποιούνται αυτά αντί δημοσκοπήσεων. Ή αν δεν υπάρχει πρόσφατη δημοσκόπηση για την ψήφο στις ευρωεκλογές χρησιμοποιείται προγενέστερη τροποποιούμενη βάσει της πιο πρόσφατης εθνικής δημοσκόπησης.
Τρεις είναι οι βασικές δημοσκοπικές τάσεις που διαφαίνονται από την επεξεργασία των στοιχείων. 1) Η ελαφρά υπερίσχυση της «πολιτικής ομάδας» των Σοσιαλιστών-Δημοκρατών επί του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Αναμένεται οι μεν πρώτοι να εκλέξουν 209 βουλευτές, ποσοστό 27.8%, οι δε δεύτεροι 202 βουλευτές, ή 26.9%. Οι ερευνητές δεν προβαίνουν σε ερμηνεία και ανάλυση των ευρημάτων, θα προσπαθήσω λοιπόν να φωτίσω κάποιες πτυχές που υποφώσκουν αν εξετάσει κανείς βαθύτερα τα δεδομένα. Με όρους κεντρικής πολιτικής σκηνής πρόκειται για μια ενδεικτικά σημαντική στροφή μετατόπισης του Ευρωπαϊκού πολιτικού εκκρεμούς από τη κεντροδεξιά στη κεντροαριστερά. Ένας κύριος λόγος αυτής της μετατόπισης είναι ότι τις επιπτώσεις της κρίσης στην Ευρώπη καθώς και τις αντιλαϊκές συνέπειες των πολιτικών λιτότητας τις χρεώνονται οι συντηρητικές κυβερνήσεις που ως επί το πλείστον κυβερνούν στην Ευρώπη και εφαρμόζουν προγράμματα λιτότητας κατά κόρον. Έμμεσα τουλάχιστον, μέσα από αυτήν τη μετατόπιση στέλνεται ένα μήνυμα διαμαρτυρίας απέναντι στο πλέγμα εφαρμοζόμενων πολιτικών λιτότητας και στην αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας. Είναι ενδιαφέρον ότι η μετατόπιση προς την κεντροαριστερά στηρίζεται κυρίως στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ειδικά στο τελευταίο η ομάδα των Σοσιαλιστών-Δημοκρατών αναμένεται να υπερδιπλασιάσει τον αριθμό βουλευτών της από 13 σε 29. Δείγμα της ραγδαίας εκλογικής υποχώρησης των Συντηρητικών στη Βρετανία.
2) Η εντυπωσιακή άνοδος της Ευρωπαϊκής αριστεράς που υπερδιπλασιάζει το ποσοστό της από 4.6% σε 8.9% και υπερσκελίζει τους Φιλελεύθερους (ALDE) αναδεικνυόμενη σε τρίτη κατά σειρά δύναμη μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές K. Cunningham και S. Hix, η άνοδος αυτή οφείλεται αφενός στην επιτυχία που σημειώνει η ‘Λίστα με τον Τσίπρα’ στην Ιταλία και αφετέρου στη σημαντική άνοδο του Μπλόκο στη Πορτογαλία. Θα προσθέταμε επίσης, κάτι που παραβλέπουν, τη θεαματική αύξηση του αριθμού βουλευτών που θα εκλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα η ομάδα της Αριστεράς αναμένεται να εκλέξει 9 βουλευτές (συμπεριλαμβανομένων αυτών του ΚΚΕ) έναντι μόλις τριών που έχει τώρα από την Ελλάδα. Στην Ιταλία θα εκλέξει πιθανολογικά πέντε (5) από κανέναν τώρα, στη δε Πορτογαλία επτά (7) από 4 τώρα. Στην πραγματικότητα έχουμε σημαντική αύξηση της δύναμης της Ευρωπαϊκής αριστεράς σε όλες τις χώρες στις οποίες έχουν επιβληθεί μνημονιακές πολιτικές δηλαδή στον Ευρωπαϊκό Νότο και στην Ιρλανδία. Επιπλέον αν δει κανείς προσεκτικά τα στοιχεία υπάρχει ελαφρά άνοδος της αριστεράς σχεδόν σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη με εξαίρεση την Κύπρο. Για του λόγου το αληθές αναφέρω όλες τις χώρες (που δεν έχω αναφερθεί ήδη) που αναμένεται να υπάρξει εκλογή ή αύξηση των βουλευτών της Ευρωπαϊκής Αριστεράς συγκριτικά με την τωρινή κατάσταση. Στο Βέλγιο ένας (1) από κανέναν, στη Κροατία 2 από 1, στη Φιλανδία 1 από 0, στη Γαλλία οκτώ (8) από 5 (όχι αμελητέα αύξηση), στην Ιρλανδία 3 από 1, στη Λετονία 3 από 1, στην Ολλανδία 4 από 2, στην Ισπανία επτά (7) από 1 (σημαντικότατη αύξηση που περνάει απαρατήρητη από τους ερευνητές), στη Σουηδία 2 από 1. Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι μόλις τώρα κατατέθηκαν οι επίσημες υποψηφιότητες κάθε πολιτικής ομάδας για την προεδρία της Ε.Ε, δείγμα έναρξης της επίσημης προεκλογικής εκστρατείας, τη δυναμική της οποίας δεν μπορούμε να προδικάσουμε από τώρα. Είναι πιθανό η υποψηφιότητα Τσίπρα που συμπυκνώνει συμβολικά την εναντίωση σε μια αντιλαϊκή, οικονομιστική, τραπεζοκεντρική και αντιδημοκρατική Ε.Ε. να αποτελέσει το έναυσμα συσπείρωσης της διαιρεμένης αριστεράς σε πολλές περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3) Το τρίτον σημαίνον δημοσκοπικό εύρημα είναι η σχεδόν βέβαιη είσοδος στην Ευρωβουλή πολλών νέων μικρών κομμάτων εμφορούμενα από έναν αντι-ευρωπαϊκό εθνικισμό και συχνά από έναν υποκρυπτόμενο βίαιο νέο-φασισμό. Η αύξηση του αριθμού των νέων κομμάτων οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού δικαστηρίου να καταργήσει το υφιστάμενο κατώφλι του 3% των συνολικών ψήφων που ίσχυε προκειμένου ένα κόμμα να εισέλθει στην ευρωβουλή. Δεδομένου του αριθμού των 96 εκλεγμένων αντιπροσώπων που διαθέτει η Γερμανία αρκεί κάτι περισσότερο από 1% ή 270000 ψήφων για να εκλεγεί ένα Γερμανικό κόμμα στην Ευρωβουλή. Τουλάχιστον τέσσερα νέα κόμματα αναμένεται να εκλεγούν μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η αντι-Ευρωπαϊκή Εναλλακτική για τη Γερμανία, το κόμμα των Πειρατών που αντιτίθεται στους διαδικτυακούς περιορισμούς λόγω πνευματικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, το λαϊκιστικό κόμμα των Ελεύθερων Ψηφοφόρων και το ακροδεξιό (κρυπτο-φασιστικό) Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα. Τα πολλά πιθανώς νεοεισερχόμενα κόμματα από πολλά κράτη-μέλη καθιστούν δύσκολη την εκτίμηση σε ποιες πολιτικές ομάδες θα ενταχθούν ή αν θα είναι σε θέση να σχηματίσουν τη δική τους συμπαγή ομάδα. Ως εκ τούτου οι μελλοντικοί βουλευτές τους καταγράφονται ως ανεξάρτητοι, με αποτέλεσμα η συσπειρωμένη δύναμη της ακροδεξιάς να εμφανίζεται καθηλωμένη στο 4.1%. Μία από τις αδυναμίες της έρευνας είναι ότι υποεκτιμά την εκλογική απήχηση της Εθνικιστικής ακροδεξιάς στην Αγγλία. Σύμφωνα με προσωπική επικοινωνία που είχα προσφάτως με έγκυρο δημοσιογράφο-πολιτικό αναλυτή μπορεί αυτή να φθάσει και στο 20% στις Ευρωπαϊκές εκλογές. Αναμένεται λοιπόν να σχηματισθούν πιθανά τρεις πολιτικές ομάδες στα δεξιά του κεντροδεξιού  Λαϊκού Ευρωπαϊκού κόμματος. Οι δύο ήδη υπάρχουσες ομάδες των Συντηρητικών(ECR) με 45 έδρες και 6.0%, και των Ακροδεξιών (EFD) με 31 έδρες και 4.1%, και μια νέα ομάδα υπό την αρχηγία του Γαλλικού Εθνικού Μετώπου της Μαρί Λεπέν και του Ολλανδικού Κόμματος της Ελευθερίας με τη πιθανή συμμετοχή μερίδας των ανεξαρτήτων που υπολογίζονται συνολικά στους 92, ποσοστό 12.3%. Η διαφαινόμενη ενίσχυση της ακροδεξιάς θα οξύνει τις εθνικιστικές αντιπαραθέσεις μέσα στο ευρωκοινοβούλιο πριμοδοτώντας διασπαστικές τάσεις που υποσκάπτουν τις αντικειμενικές δυνατότητες προώθησης μιας «πολιτικής Ευρώπης» ικανής να αντιταχθεί στα κελεύσματα των μονοπωλιακών κεφαλαίων. Ταυτόχρονα θα υπονομεύσουν τη σχετική δύναμη που διαθέτει το ευρωκοινοβούλιο να χαλιναγωγεί τον συγκεντρωτισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διαθέτει αποκλειστικά το προνόμιο της νομοθετικής πρωτοβουλίας. Μια πιθανή χαοτική ‘ανισορροπία τρόμου’ στο ευρωκοινοβούλιο θα διευκολύνει την ανεμπόδιστη επιβολή των νεοφιλελεύθερων σχεδιασμών σε βάρος της ‘Ευρώπης των λαών’ στην οποία ευελπιστούμε.                                                    

  

1 σχόλιο:

  1. Αξιόλογο άρθρο με τολμηρά συμπεράσματα για την πρόγνωση των αποτελεσμάτων των Ευρωεκλογών.Ας περιμένουμε όμως μέχρι τα τέλη Απριλίου για πιο αξιόπιστες δημοσκοπήσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή